- ισότοπος
- η , ο [ος , ον ] физ. , хим. 1. изотопный;2. (τό ) изотоп;
τα ραδιενεργά ισότοπα — радиоизотопы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα ραδιενεργά ισότοπα — радиоизотопы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισότοπος — η, ο 1. αυτός που κατέχει την ίδια θέση στο περιοδικό σύστημα τών χημικών στοιχείων 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ισότοπα (πυρην. φυσ.) όρος που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα χημικά στοιχεία τα οποία έχουν τον ίδιο ατομικό αριθμό, δηλαδή… … Dictionary of Greek
ισότοπος — η, ο αυτός που έχει ίδιο αριθμό πρωτονίων, αλλά διαφορετικό αριθμό νετρονίων: Ισότοπα άτομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)